δειρόπαις

δειρόπαις
δειρό-παις, αιδος, , ,
A producing young by the neck, as weasels were supposed to do, Lyc.843.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δειρόπαις — ( αιδος), η (Α) αυτή που γεννάει από τον τράχηλο (όπως πιστευόταν για τις νυφίτσες και τη Γοργώ). [ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + παις] …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”